κολάι, το, άκλ. ουσ. [<τουρκ. kolay], η άνεση, η ευκολία, η ευχέρεια·
- βρίσκω το κολάι, βλ. συνηθέστ. παίρνω το κολάι·
- δείχνω το κολάι (σε κάποιον), δείχνω σε κάποιον τον τρόπο ώστε να αποκτήσει ευχέρεια σε μια δουλειά ή διαδικασία, τον τρόπο να αντιμετωπίζει με άνεση και αυτοπεποίθηση μια κατάσταση: «τώρα που μου ’δειξες το κολάι πώς γίνεται η δουλειά, δε θα σε χρειαστώ άλλο»·
- κάθε δουλειά θέλει το κολάι της, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω το κολάι, αποκτώ την ευχέρεια σε μια δουλειά η διαδικασία, αντιμετωπίζω με άνεση και αυτοπεποίθηση μια κατάσταση: «τώρα που πήρα το κολάι πώς γίνεται η δουλειά, δε με φτάνει κανένας». Συνών. παίρνω τον αέρα.